-
1 желудок
желудок м το στομάχι язва \желудокка το έλκος στομάχου несварение \желудокка η δυσπεψία расстройство \желудокка η ευκοιλιότητα* * *мτο στομάχιя́зва желу́дка — το έλκος στομάχου
несваре́ние желу́дка — η δυσπεψία
расстро́йство желу́дка — η ευκοιλιότητα
-
2 язвенный
επ.του• έλκους• ελκώδης•-ая поверхность кожи η ελκώδης επιφάνεια του δέρματος.
εκφρ.- ая болезнь – το έλκος στομάχου ή δωδεκαδάχτυλου. -
3 язва
язва ж το έλκος· \язва желудка το έλκος του στομάχου* * *жτο έλκοςя́зва желу́дка — το έλκος του στομάχου
-
4 язва
язваж1. τό ἔλκος:\язва желудка τό ἐλκος τοῦ στομάχου-, \язва двенадцатиперстной кишки́ ἔλκος τοῦ δωδεκαδάκτυλου·2. перен ἡ πληγή, ἡ μάστιγα·3. (язвительный человек) разг ὁ φαρμακομύτης· ◊ моровая \язва ὁ λοιμός, ἡ πανούκλα· сибирская \язва ὁ ἄνθραξ. -
5 язва
1. тех. η σπηλαίωση 2. мед. το έλκος, η φαγέδαιναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язва
См. также в других словарях:
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… … Dictionary of Greek
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek
ελκοκαρκίνος — ο καρκίνος που αναπτύσσεται σε σημείο τού στομάχου όπου υπάρχει έλκος … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek